- ὀκταπάλαιστος
- ὀκτα-πάλαιστος [pron. full] [πᾰ], ον,A eight palms wide or long,
ἀσπίς Ael.Tact.12
: so [full] ὀκτωπάλαιστος, Ascl.Tact.5.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀσπίς Ael.Tact.12
: so [full] ὀκτωπάλαιστος, Ascl.Tact.5.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οκταπάλαιστος — ὀκταπάλαιστος και ὀκτωπάλαιστος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος ή πλάτος ίσο με οκτώ παλάμες, ο ευρύς ή μακρός κατά οκτώ παλάμες («ἀσπὶς ὀκταπάλαιστος», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + πάλαιστος, μορφή με την οποία εμφανίζεται ως β… … Dictionary of Greek
ὀκταπάλαιστος — eight palms wide masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκτωπάλαιστος — ὀκτωπάλαιστος, ον (Α) βλ. οκταπάλαιστος … Dictionary of Greek
οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… … Dictionary of Greek